Η παραγωγικότητα και η ποιότητα των αγροκαλλιεργειών είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με ποικίλους παράγοντες όπως οι κλιματολογικές συνθήκες, η ποιότητα εδάφους και η άρδευση.
Η άρδευση καθορίζει την ποιότητα της αγροτικής παραγωγής με πολλούς τρόπους. Η σωστή και ελεγχόμενη άρδευση βοήθα στην σωστή ανάπτυξη των φυτών και στο “δέσιμο” των καρπών τους. Μέσω της υγρασίας τα ανόργανα υδατοδιαλυτά άλατα και τα θρεπτικά συστατικά εκχυλίζονται από το έδαφος και γίνονται αφομοιώσιμα από τα φυτά. Τα άλατα που βρίσκονται στο νερό ποτίσματος, σε μικρές αλλά σημαντικές ποσότητες, με την άρδευση εμπλουτίζουν το έδαφος και του προσδίδουν χαρακτηριστικές ιδιότητες. Τόσο η συγκέντρωση των συνολικών αλάτων όσο και η φύση των επιμέρους συστατικών του νερού είναι σημαντικό να ελέγχεται και να παρακολουθείται, με χημική ανάλυση νερού, ώστε να γίνεται εκτίμηση της καταλληλότητας του νερού για την αρδευτική χρήση που προορίζεται. Ανάλογα με την χημική του ποιότητα, ένα νερό μπορεί να κάνει το έδαφος γονιμότερο και να ωφελήσει την καλλιέργεια ή μπορεί να αυξήσει την αλατότητα και την διηθητικότητα του εδάφους βλάπτοντας την καλλιέργεια και καθιστώντας το έδαφος άγονο και φυτοτοξικό.
Η χημική ανάλυση των συστατικών για την κατηγοριοποίηση του νερού για άρδευση ποικίλει σε σχέση με την πηγή απ’ όπου προέρχεται το νερό που θα χρησιμοποιηθεί. Γενικά τα κύρια ιόντα “δείκτες” που έχουν άμεση σχέση με την ποιότητα είναι τα όξινα ανθρακικά (HCO3–), που βρίσκονται σε όλα τα επιφανειακά και υπόγεια νερά, τα ιόντα χλωρίου (Cl–) και τα θειικά ιόντα (SO42-). Από κατιόντα, το ασβέστιο (Ca2+) και το μαγνήσιο (Mg2+) είναι τα πιο σημαντικά καθώς δρουν εδαφοβελτιωτικά. Απαραίτητος είναι ο έλεγχος του ιδιαίτερα επιβλαβούς νατρίου (Na+) διότι ενισχύει τη διηθητικότητα του εδάφους και είναι φυτοτοξικό.
Επιπλέον, ένα απο τα συνηθέστερα προβλήματα που παρατηρείται σε παραθαλάσσιες καλλιεργητικές εκτάσεις είναι η νατρίωση που τις περισσότερες φορές οφείλεται στην ανάμιξη του αρδευτικού νερού με το θαλλασινό. Πολλές ουσίες μπορεί να βρεθούν στο νερό άρδευσης αλλά, επειδή βρίσκονται σε ιχνοποσότητες, δε χρησιμοποιούνται ως δείκτες για την κατάταξη των νερών σε κατηγορίες. Ένα χαρακτηριστικό χημικό στοιχείο που υπάρχει σε μικροποσότητες στο νερό άρδευσης, κυρίως υπόγειας προέλευσης (γεωτρήσεις), είναι το βόριο (B) το οποίο είναι πολύ επιβλαβές και τοξικό για τις περισσότερες καλλιέργειες.
Τα όρια καταλληλότητας των αρδευτικών νερών ποικίλλουν καθώς έχουν γίνει πολλές μελέτες ανθεκτικότητας των καλλιεργειών σε νερά διαφόρων πηγών προέλευσης και ποιότητας. Η θέσπιση των ορίων δεν είναι πάντα απόλυτη καθώς η καταλληλότητα του νερού σχετίζεται σε ένα βαθμό και με άλλους παράγοντες, όπως η ποιότητα του εδάφους. Αυτός είναι ο λόγος που η χημική ανάλυση του νερού πρέπει να ολοκληρώνεται με μία πλήρη ανάλυση εδάφους. Γενικά, για να ταξινομηθεί η ποιότητα ενός αρδευτικού νερού σε κατηγορίες χρειάζεται μία χημική ανάλυση που να δίνει στοιχεία για την αλατότητα, δηλαδή την συγκέντρωση του συνόλου των υδατοδιαλυτών αλάτων, την διηθητικότητα, δηλαδή τον λόγο συγκεντρώσεων Na+, Ca2+ και Mg2+ και την τοξικότητα, δηλαδή την παρουσία ιόντων Cl–, Na+ και B τα οποία μπορεί να είναι τοξικά για την ανάπτυξη των φυτών.
Η εξειδικευμένη γνώση του εργαστηριακού προσωπικού της ArC Labs στη χημική ανάλυση μιας ποικιλίας υδατικών υποστρωμάτων μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της επίδρασης της ποιότητας του νερού άρδευσης στην καλλιέργεια και να παρέχει πολύτιμες πληροφορίες ορθολογικής χρήσης του νερού άρδευσης για αποδοτικότερη και ποιοτικότερη παραγωγή.