Η χρήση και κατανάλωση από τον άνθρωπο ασφαλούς νερού αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, σ’ έναν πλανήτη, όπου τα αποθέματα πόσιμου νερού μειώνονται διαρκώς. Καθίσταται, συνακόλουθα, επιτακτική η ανάγκη για στενή παρακολούθηση της ποιότητάς του, ώστε να εντοπίζεται και να αντιμετωπίζεται έγκαιρα οποιοδήποτε πρόβλημα θα μπορούσε να επηρεάσει την καταλληλότητά του.Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να καταστεί σαφές, πως η ποιότητα του νερού πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στις νομοθετικές απαιτήσεις της ΚΥΑ Γ1 (Δ)/ΓΠ/ΟΙΚ.67322/6-9-2017 <<Ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης>> (ΦΕΚ 3282/Β/2017)(όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει), ενώ ο έλεγχος της καταλληλότητας του νερού πρέπει να τελείται από χημικά εργαστήρια διαπιστευμένα κατά το πρότυπο ΕΝ ISO/IEC 17025 ή άλλο ισοδύναμο διεθνώς αποδεκτό πρότυπο.
Το (πόσιμο) νερό στην Αττική προέρχεται κυρίως από επιφανειακά ύδατα (ταμιευτήρες Μαραθώνα, Υλίκης, Μόρνου και Ευήνου), ενώ σε περιοχές εκτός Αττικής, κυρίως από υπόγεια ύδατα. Την καταλληλότητα του νερού μπορούν να επηρεάσουν τόσο μικροβιολογικοί, όσο και χημικοί παράγοντες. Οι σημαντικότεροι παράγοντες επιβάρυνσης της ποιότητας του νερού είναι οι μικροβιολογικοί, μιας και σε αυτούς ανάγεται το 90% των επιδημιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μόλυνση μπορεί να επέλθει είτε με την κατάποση, προκαλώντας γαστρεντερίτιδα ή δυσεντερία, είτε με την εισπνοή, προκαλώντας πνευμονία (περίπτωση Λεγιονέλλας, όπου η μετάδοση γίνεται μέσω μικροσταγονιδίων από κλιματιστικά, ντους, ποτιστικά, συντριβάνια). Δείκτες μικροβιολογικής μόλυνσης συνιστούν μεταξύ άλλων τα Oλικά Kολοβακτηριοειδή, Escherichia coli ή αλλιώς Κολοβακτηρίδιο, Εντερόκοκκοι, Κλωστρίδιο, Ψευδομονάδα, Ολική μικροβιακή χλωρίδα στους 22oC και στους 37oC (συντομογραφικά ΟΜΧ).
Από την άλλη, οι χημικοί παράγοντες, ενώ επηρεάζουν λιγότερο συχνά την ποιότητα του νερού, δύνανται να προκαλέσουν πολύ σοβαρότερες βλάβες στην ανθρώπινη υγεία. Όσον αφορά λοιπόν τη χημική σύσταση του νερού και την καταλληλότητα αυτής, πρέπει να τελείται μια σειρά χημικών αναλύσεων, οι οποίες εστιάζουν στο pH, την αγωγιμότητα (conductivity), την σκληρότητα (Hardness), τα χλωριούχα ανιόντα (Cl–), τα θειικά ανιόντα (SO42-), τα ανθρακικά ανιόντα (CO32-), τα όξινα ανθρακικά ανιόντα (HCO3–), τα νιτρώδη ανιόντα (NO2–), τα ιόντα αμμωνίου (ΝΗ4+), τα κατιόντα νατρίου (Νa+), τα κατιόντα καλίου (Κ+), τα κατιόντα ασβεστίου (Ca2+), τα κατιόντα μαγνησίου (Mg2+), τα κατιόντα χαλκού (Cu2+) και τα κατιόντα σιδήρου (Fe2+/3+).
Ο απαιτούμενος έλεγχος μπορεί να λάβει χώρα σε διάφορα στάδια, με δειγματοληψία απευθείας από τους υδροφόρους ορίζοντες (πηγές), κατά την επεξεργασία ή απολύμανσή, μετά τη μεταφορά από βυτία και σωληνώσεις ή ακόμη και μετά τη διέλευσή του νερού από φίλτρα. Μιας και όπως προαναφέρθηκε η ποιότητα του νερού μπορεί να επηρεαστεί από μια πληθώρα ρυπαντών, βάσει των στόχων ελέγχου, γίνεται και η επιλογή των παραμέτρων εξέτασής του. Οι οργανοληπτικές παράμετροι (χρώμα, οσμή, γεύση, θολερότητα) εκτιμούνται υποκειμενικά, ενώ χρησιμοποιούνται και αριθμητικές τιμές για καλύτερη αξιολόγηση των αποτελεσμάτων.
Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη για προγράμματα παρακολούθησης της ποιότητας του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης. Τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να παρέχουν πληροφορίες για την ποιότητα του νερού και στα οποία ορίζονται διαδικασίες συλλογής και ανάλυσης δειγμάτων στα πλαίσια μίας διαρκούς παρακολούθησης. Την κατάρτιση του κατάλληλου προγράμματος καθώς και τους ελέγχους αυτούς πραγματοποιούμε στα σύγχρονα και πλήρως εξοπλισμένα χημικά εργαστήρια μας στο Περιστέρι. Η ArC LABORATORIES Α.Ε. είναι διαπιστευμένη κατά ΕΝ ISO/IEC 17025 και πραγματοποιεί τους ελέγχους για τους πελάτες της με αξιοπιστία συνέπεια και ταχύτητα.