Στην Ελλάδα το ελαιόλαδο κατέχει υψηλή θέση στο εμπόριο τροφίμων. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται αύξηση της ελαιοπαραγωγής της χώρας η οποία συνδέεται με την αύξηση και την αξιοποίηση των μικρών ελαιοπαραγωγών. Οι καταναλωτές αναζητούν ξεχωριστά προϊόντα με επιλεγμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά που φέρουν και τη σφραγίδα ποιοτικού ελέγχου. Η επιλογή ενός ελεγμένου, με χημική ανάλυση, ελαιολάδου κερδίζει έδαφος στην αγορά, καθώς η νοθεία ελαιολάδου είναι ένα θέμα μείζονος σημασίας, που αλλοιώνει τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του και υποβαθμίζει τα οφέλη υγείας του προϊόντος.
Η νοθεία στο ελαιόλαδο πραγματοποιείται με την ανάμειξή του με έλαια χαμηλότερης αξίας (ηλιέλαια, βαμβακέλαια, σογιέλαια, πυρηνέλαια, ιχθυέλαια και διάφορα άλλα). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αραιώνονται τα ευεργετικά συστατικά του ελαιολάδου όπως οι βιοφαινόλες (συνδέονται με την αντιοξειδωτική δράση), να αλλάζει η ισορροπία των λιπαρών οξέων και να μειώνεται η συνολική θρεπτική αξία και τα οφέλη του προϊόντος.
Με βασικές αναλύσεις ποιότητας του ελαιολάδου, όπως η μέτρηση των Σταθερών Κ, παρουσιάζονται οι πρώτες ενδείξεις για νοθεία οι οποίες μπορούν να υποψιάσουν τον καταναλωτή και να τον κατευθύνουν σε περαιτέρω αναλύσεις για την εξακρίβωσή της.